- ἐρευνῶντας
- ἐρευνάωseekpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
Πολύβιος — (Μεγαλόπολις, Αρκαδία περ. 205 π.Χ. – περ. 125/120 π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας ιστορικός. Γιος του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Λυκόρτα, αναμείχθηκε και ο ίδιος στην πολιτική ζωή της συμπολιτείας. Το 168, μετά τη συντριβή της μακεδονικής δύναμης … Dictionary of Greek
αιτιολογικός — ή, ό (Α αἰτιολογικός, ή, όν [αἰτιολογῶ] 1. αυτός που δηλώνει την αιτία, που δικαιολογεί κάτι 2. (ως γραμμ. και συντακτ. όρος) αυτός που εισάγει ή εκφράζει αιτία, όπως ορισμένοι σύνδεσμοι, προτάσεις κ.λπ. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. (νομ. όρ.) το… … Dictionary of Greek
παθολογία — Βασικός κλάδος της ιατρικής που μελετά τα αίτια, τη γένεση και την εξέλιξη των παθολογικών διεργασιών. Η π. ξεφεύγει από την εξέταση της μεμονωμένης κλινικής περίπτωσης του πάσχοντος ατόμου και μελετά τη νόσο στην τυπική της εικόνα,… … Dictionary of Greek
πολύβιος — (Μεγαλόπολις, Αρκαδία περ. 205 π.Χ. – περ. 125/120 π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας ιστορικός. Γιος του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Λυκόρτα, αναμείχθηκε και ο ίδιος στην πολιτική ζωή της συμπολιτείας. Το 168, μετά τη συντριβή της μακεδονικής δύναμης … Dictionary of Greek
Αρτσιπένκο, Αλεξάντρ — (Alexander Archipenko,Κίεβο 1887 – Νέα Υόρκη 1964). Αμερικανός γλύπτης, ρωσικής καταγωγής. Υπήρξε, μαζί με τον Λιψίτς, τον Αρπ, τον Μπρανκούζι, τον Γκονζάλες και τον Λοράνς, ένας από τους πρωτοπόρους της σύγχρονης γλυπτικής. Η πρωτοτυπία της… … Dictionary of Greek
Βίλαερτ, Άντριαν — (Adrian Willaert, Μπριζ 1490 – Βενετία 1562).Φλαμανδός συνθέτης. Από το 1516 εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, έζησε στη Ρώμη και στη Φεράρα και αργότερα δέχτηκε διάφορεςθέσεις στην αυλή του βασιλιά της Βοημίας και Ουγγαρίας Λουδοβίκου Β’. Το 1527… … Dictionary of Greek
Γουάικλιφ, Τζον — (John Wycliffe, Γουάικλιφ, Ρίτσμοντ 1325; – Λιούτεργουερθ 1384). Άγγλος φιλόσοφος και συγγραφέας. Υπήρξε η πρώτη φωνή που υψώθηκε στην Ευρώπη διακηρύσσοντας την πολιτική και θρησκευτική ελευθερία, την ίδρυση μιας εθνικής Εκκλησίας και κοινωνικές… … Dictionary of Greek
Γυρτών ή Γυρτώνη — Αρχαία πόλη της Θεσσαλίας, η ακριβής θέση της οποίας δεν έχει ακόμη καθοριστεί. Σύμφωνα με μαρτυρία του Στράβωνα βρισκόταν στη δεξιά όχθη του Πηνειού, ενώ ο Λίβιος την τοποθετούσε μεταξύ της Φάλαννας και της Ελάτειας. Το θέμα απασχόλησε τους… … Dictionary of Greek
Εσάκι, Λίο — (Leo Esaki, Οσάκα 1925 –). Ιάπωνας φυσικός. Ολοκλήρωσε τις πτυχιακές σπουδές του στο πανεπιστήμιο του Τόκιο, το 1947, από το οποίο έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του το 1959. Το 1958 κατέγραψε μια διαδικασία που έγινε αργότερα γνωστή ως φαινόμενο… … Dictionary of Greek